- μπαλάντζα
- η1) весы; 2) театр, соффит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαλάντζα — και παλάντζα και παλάντσα, η 1. φορητή ζυγαριά παλαιού τύπου με αριθμημένη ράβδο και ένα βαρίδι πάνω στη ράβδο που δείχνει το βάρος 2. ελλειψοειδής μεταλλικός κύλινδρος που χρησιμοποιείται στο θέατρο και περιέχει σειρά φωτοβολίδων με τις οποίες… … Dictionary of Greek
μπαλάντσο — το ισολογισμός, ισοζύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. balanzo (βλ. λ. μπαλάντζα)] … Dictionary of Greek
μπαλαντζάρω — και παλαντσάρω [μπαλάντζα] είμαι ασταθής, κυμαίνομαι … Dictionary of Greek
παλάντζα — η βλ. μπαλάντζα … Dictionary of Greek
(μ)παλαντζάρω — (μ)παλαντζάρισα, κουνιέμαι σαν την μπαλάντζα, είμαι ασταθής ή ασυνεπής: Αποφεύγω να συνεργάζομαι μαζί του γιατί μπαλαντζάρει συνέχεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)